- υποτακτικός, -ή
- υποτακτικός, -ή και -ιά, -ό και υποταχτικός, -ή και -ιά, -ό1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου.2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης.3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική σύνδεση προτάσεων.4. το αρσ. ως ουσ., υποταχτικός υπηρέτης: Νομίζει ότι μας έχει όλους υποταχτικούς του.5. το θηλ. ως ουσ., υποτακτική (βλ. λ.): Η υποτακτική είναι έγκλιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.